ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΒΕΤΕΡΑΝΩΝ ΟΔΗΓΩΝ ΑΓΩΝΩΝ

Η ζωντανή ιστορία του μηχανοκίνητου αθλητισμού στην Eλλαδα.

Ιστορίες από το παρελθόν.

Λίγο προστακτική αλλά και κάπως ικετευτική, αρκετά άμεση και ως, τελικά, απεδείχθη, απόλυτα πετυχημένη η προσέγγιση του Γιάννη Μπαρδόπουλου, απέναντι μου να: “γράψω κάτι για το site των βετεράνων”

Αποδεχόμενος, ασμένως, την προτροπή του αγαπητού Ιωάννη, για μια χρονική περίοδο και μια δραστηριότητα που με έχει σφόδρα απασχολήσει όχι μόνο ψυχικά αλλά και τοις πράγμασι, την βάφτισα “Ιστορίες από το παρελθόν”.

Ξεκινώ αυτή την ακολουθία κειμένων με έναν φόρο τιμής. Φόρο τιμής για την πρώτη τριάδα Ελλήνων οδηγών που έφυγαν με τρόπο βίαιο, από τούτο, τον μάταιό μας κόσμο, κατά τη διάρκεια επίσημων αγώνων. Για αυτούς που χάθηκαν εν ώρα δράσης.

Με σειρά χρονική, ήταν ο Πέτρος Κουβάτσος τον Ιούλιο του 1963, ο Τάκης Τσερκάκης τον Νοέμβριο του ίδιους έτους και ο Γιάννης “Μαύρος” Μειμαρίδης τον Οκτώβριο του 1971 στη Ρόδο.

 

Ιούλιος 1963. Φιλέρημος Ρόδου

Ως γεγονός, ο θάνατος του Κουβάτσου ήταν δυσβάσταχτος για την περιορισμένη τότε, σε ότι αφορά το πλήθος των εμπλεκομένων, σκηνή των ελληνικών αγώνων αυτοκινήτου. Είχαν προηγηθεί οι απώλειες του Σωτήρη Βοργία το ‘58 και του Δημήτρη Κωδούνη το ’62, πλην όμως και οι δυο περιπτώσεις ήταν τροχαία δυστυχήματα. Η απώλεια του Δημήτρη ήταν η πιο πρόσφατη η πιο επώδυνη καθώς συνέβη όταν ο νεαρός διπλωμάτης προηγείτο, στο πρωτάθλημα Τουρισμού το θέρος του '62 όταν συνέβη το μοιραίο, στην παραλιακή. Ο Πέτρος όμως, έσβησε με κράνος, με νούμερα στις πόρτες, κατά τη διάρκεια επίσημου πρωταθληματικού αγώνα στη Φιλέρημο της Ρόδου,  μπροστά σε δεκάδες εμπλεκόμενους και το κυριότερο μπροστά στη σύζυγο του,  Καίτη. Δεν ήταν κάποιος ενθουσιώδης νεαρός. Ήταν 38 ετών, παντρεμένος, οικογενειάρχης με δύο παιδιά τον Δημήτρη και την Λύντια, πολιτικός μηχανικός, στην πιο δημιουργική ηλικία του.

Συνέβη όμως, αυτό που συχνά με αφέλεια  αποκαλείται, «η κακιά ώρα», αλλά έτσι ήταν, αφού το «λάθος» δένδρο στη λάθος θέση, η έλλειψη μπαριέρας, ή έστω κάποιο δεμάτι με σανό και ο μοιραίος συνδυασμός της τροχιάς της Giulia σήμαναν το τέλος της ζωής του.

Είναι σημαντική η μαρτυρία του νικητή εκείνης της ανάβασης, Γ. Ραπτόπουλου, όπου βλέποντας στις προπονήσεις τον Κουβάτσο να στρίβει στην τελευταία δεξιά θεώρησε ότι περνούσε τα όρια γεγονός που του είχε επισημάνει. Στον τερματισμό υπήρχε το καφενείο του Παντελή, τόπος συνάθροισης των αγωνιζομένων κατά τις δοκιμές, όπου συζητούσαν όλα τα αγωνιστικά θέματα. Σε μια από αυτές τις συναντήσεις λοιπόν, ο Γιώργος είχε πει στον Πέτρο ότι από το συγκεκριμένο σημείο περνούσε σχεδόν εκτός ορίων, έτσι όταν την ημέρα του αγώνα, καθώς περίμενε να ξεκινήσει, έμαθε το συμβάν, ούτε καν ρώτησε. Ήξερε. Ο Πέτρος, ενδεχομένως έτρεχε υπό πίεση. Είχε ένα καλό, δυνατό αυτοκίνητο, έπρεπε να πάει καλά. Είναι αυτή η ύπουλη εσωτερική πίεση που συχνά επηρεάζει όσους με φιλότιμο, με εγωισμό με μαχητικότητα. Άλλες φορές καθώς προσπαθούν το κάτι παραπάνω τα καταφέρνουν, άλλες φορές όχι αλλά σε κάθε περίπτωση, αυτή η πίεση, είναι εχθρός σε οποιαδήποτε απασχόληση με υψηλό δείκτη επικινδυνότητας και συχνά αποδεικνύεται ολέθρια. Ο Πέτρος και η οικογένεια του στάθηκαν άτυχοι.

Πάνω απ’ όλα όμως, ήταν η ώρα της συνειδητοποίησης για όλους ότι το σπορ, ήταν επικίνδυνο, πως οτιδήποτε μπορούσε να συμβεί στον καθένα και κανείς δεν βρισκόταν στο απυρόβλητο.

Στο τελευταίο του ράλυ, το ΙΑ΄ Ακρόπολις, ο Πέτρος συμμετείχε με συνοδηγό τον Νίκο Καπετανάκη απ’ όπου και το ενσταντανέ καθώς ο Παύλος Ραλλίδης, ευθυτενής και άψογος μέσα στο κοστούμι του σηκώνει τη γαλανόλευκη δίνοντας εκκίνηση στο πλήρωμα. Η συμμετοχή θα εγκαταλείψει, όταν από ένα λάθος την ώρα που οδηγεί ο Νίκος, μέσα στο βροχερό βράδυ θα βγουν από το δρόμο. Το αυτοκίνητο δεν θα πάθει το παραμικρό αλλά έχοντας ακουμπήσει με την κοιλιά του χρειάζεται περισσότερα από 4 χέρια για να ξεκολλήσει. Σχεδόν δύο μήνες αργότερα, ο Νίκος θα είναι ο μόνος αγωνιζόμενος που θα γνωρίζει από την πρώτη στιγμή (πέραν του Τζώνυ που είχε ήδη τερματίσει και ήταν παρών στο συμβάν) ότι ο Πέτρος είχε καταλήξει ευθύς αμέσως. Καθώς έφυγε το ασθενοφόρο από την εκκίνηση για να ανέβει πάνω σκαρφάλωσε στο μαρσπιέ και όταν ο γιατρός προσπάθησε ανεπιτυχώς να βρει σφυγμό ή πίεση στο κορμί του Πέτρου ήταν μπροστά.

Τον μεγαλύτερο πόνο βέβαια σήκωσαν οι άνθρωποι που άφησε πίσω του. Η οικογένεια του. Για τον εκλιπόντα, όλοι είχαν να πουν μια καλή κουβέντα για τον καλό και ήπιο χαρακτήρα του.

 

Νοέμβριος 1963. Ανάμεσα Καρκαλού και Μεγαλόπολη.

Ο τελευταίος αγώνας εκείνης της χρονιάς, έμελλε να είναι και ο πικρότερος. Φθινοπωρινό ράλυ. Το 9ο της ιστορίας. Οι τίτλοι έχουν κριθεί. Είναι ένας αγώνας για τον αγώνα. Με 20 συμμετοχές, 1635 χλμ. εκ των οποίων τα 100 είναι ε.δ. με δύο αναβάσεις και διαφορετικά σχεδιασμένο από την προηγούμενη χρονιά, χωρίς τα δύσκολα κομμάτια της Κατάρας και του Καρπενησίου. Παραμένει όμως ένα επίπονο, απαιτητικό πρωταθληματικό ράλυ.

Η αφετηρία είναι στη λεωφ. Κηφισίας στις 6 το βραδάκι της Παρασκευής, ενώ ο τερματισμός το μεσημέρι της Κυριακής στην παραλία του Βόλου. Το βράδυ του Σαββάτου τα πληρώματα τα περιμένει ανάπαυση μετά την ολονυκτία της Παρασκευής.

Όλα πηγαίνουν καλά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου. Στις 3.05’ οι Κοτσώνης - Τσερκάκης που έως εκεί, είναι επικεφαλής άνευ ποινών, με τους καλύτερους χρόνους στις ετάπ αλλά και στην ανάβαση Σουλίου, αναχωρούν από το control της Καρκαλούς και έχουν μπροστά τους το κομμάτι Καρκαλού - Μεγαλόπολη 54 χλμ σε 65 λεπτά δηλαδή 50 χλμ. μ.ω.τ συνεπώς όχι ένα πολύ δύσκολο κομμάτι, αλλά όχι και ιδιαιτέρως άνετο διότι περιλαμβάνει και κάποια τμήματα κλειστού χωματόδρομου. Μεταξύ της Δημητσάνας και της Υψούντας χάνουν τον προσανατολισμό τους, (όπως τουλάχιστον άλλα τρία πληρώματα, οι: Αποστολίδης  - Μπογάκος, Χόγκαν – Χρονίδης, Ζαλμάς – «Αλμπέρτο»)  και στρέφονται προς Ζυγοβίτσι. Όταν κατάλαβαν το σφάλμα τους είχε χαθεί αρκετός χρόνος. Μια εκτίμηση της καθυστέρησης είναι 14 λεπτά. Στην προσπάθειά τους να φθάσουν στη Μεγαλόπολη χωρίς ποινές, η με τις λιγότερες πιθανές ώστε να μην χάσουν την πρώτη θέση, στις 3.45 περίπου, βγαίνουν από το δρόμο και πέφτουν σε μια μεγάλη χαράδρα. Κάποια μέτρα μετά, το Auto Union βρίσκει σε ένα πρανές ανοίγει η πόρτα του οδηγού και πετιέται άθελα του έξω από την καμπίνα, βαριά τραυματισμένος, ο “άδετος” Μανώλης. Το αυτοκίνητο με τον συνοδηγό δεμένο μέσα συνεχίζει την πτώση για να σταματήσει πολλές δεκάδες μέτρα χαμηλότερα κυριολεκτικά διαλυμένο. Ο Τάκης χάνει τη ζωή του ακαριαία. Όλα αυτά δεν γίνονται αντιληπτά και ο αγώνας συνεχίζεται κανονικά. Από το σημείο της εξόδου του Auto Union από το δρόμο, θα περάσει ο ουραγός του αγώνα που βέβαια δεν θα δει κάτι μέσα στο σκοτάδι. Έτσι ο αγώνας συνεχίζεται, κανείς δεν γνωρίζει κάτι και οι οργανωτές πιστεύουν ότι το πλήρωμα έχει εγκαταλείψει και κοιμάται σε ξενοδοχείο της Τρίπολης. Τον τραυματισμένο Κοτσώνη, το νεκρό κορμί του Τάκη θα βρουν μετά παρέλευση 3 περίπου ωρών, τα ξημερώματα πια του Σαββάτου, τρεις ντόπιοι οδοιπόροι που έχουν ακολουθήσει ένα απόκρημνο μονοπάτι για συντομία. Ενεργοποιείται ο μηχανισμός της διακομιδής του τραυματία και αναίσθητου Μανώλη στο Παναρκαδικό νοσοκομείο στην Τρίπολη και της μεταφοράς της σωρού του Τάκη στην εκκλησία της Στεμνίτσας. Ο Ραπτόπουλος που βρίσκεται στην Αθήνα ειδοποιείται από την Άσπα, σύζυγο του Κοτσώνη για το συμβάν, παίρνει τη Mercedes του Φωστηρόπουλου και κατεβαίνει στην πρωτεύουσα της Αρκαδίας με νευροχειρούργο για να εκτιμηθεί η κατάσταση του Κοτσώνη που οι πρώτες γνωματεύσεις κάνουν λόγο για βαριά εγκεφαλική διάσειση, θλάσεις στη σπονδυλική στήλη, θλάση της βρεγματοϊνιακής χώρας. Αφήνει το γιατρό στο νοσοκομείο και πηγαίνει στη Στεμνίτσα. Εκεί μέσα στην άδεια, κρύα εκκλησία στις 11 το βράδυ του Σαββάτου, αντικρίζει τον νεκρό Τάκη με το κράνος ακόμα φορεμένο και το κρανίο άσχημα χτυπημένο. Μικροί λεκέδες από αίμα που προφανώς είχε συγκρατήσει το κράνος, έχουν μαρκάρει το πάτωμα. Ο παπάς του χωριού του λέει ότι δεν μπορεί να τον κρατήσει άλλο. Η  θα τον θάψει την επομένη ή πρέπει να φύγει. Ο Γιώργος στέκει βουβός δίπλα στο φίλο του. Μυρίζει τα ρούχα του, “φορούσαν” το ίδιο άρωμα. Τότε θυμάται την μάνα του Τάκη. Μια, μικρή το δέμας, γυναίκα που κάθε φορά που πήγαινε να πάρει τον Τάκη για αγώνες ή για δοκιμές, τον αγκάλιαζε, κρεμιόταν πάνω του και του έλεγε με νόημα και με όλη την αγωνία που μπορεί να έχει μια μάνα για το σπλάχνο της: «Γιώργο θέλω τον Τάκη μου να μου τον φέρεις πίσω» Φορτώνει το νεκρό κορμί του φίλου του στο αυτοκίνητο και αναχωρεί για την Τρίπολη όπου το παραδίδει σε  νεκροφόρα προκειμένου να έρθει στην Αθήνα. Ο Τάκης είχε αφήσει σύζυγο και μικρό γυιό, τον Μανώλη, προς τιμήν ίσως του Juan Manuel Fangio, αφού και ο σταθμός αυτοκινήτων που είχε στον Πειραιά, έφερε το όνομα Fangio service. Εκείνο το απόγευμα του Νοεμβρίου, σχεδόν μισόν αιώνα πίσω, ο Γιώργος, επιστρέφει πίσω στην Αθήνα, με πνεύμα θολό με  λύσσα, με μια οργή και πίκρα πρωτόγνωρη. Οδηγεί σαν να θέλει να αυτοκτονήσει. Στη συνείδηση του φταίνε οι οργανωτές. Πενήντα χρόνια αργότερα δεν θα έχει αλλάξει απόψεις.

 

Οκτώβριος 1971. Ρόδος.

Ο αγώνας ταχύτητας Ρόδου εκείνης της χρονιάς και ό,τι συνέβη στη διάρκειά του ήταν το κεντρικό γεγονός που θ’ άλλαζε το μέλλον των πραγμάτων. Λίγοι από εκείνους που κατέβηκαν στο νησί γύρισαν ίδιοι. Πάνω απ’ όλα όμως άλλαξαν οι ίδιοι οι αγώνες Είχαν ξανασυμβεί σχεδόν παρόμοια γεγονότα, αλλά δεν είχαν τη δύναμη να επηρεάσουν τόσο. Ήταν οι συνθήκες πολύ διαφορετικές και υπήρχαν ακόμα ανοχές, περιθώρια λαθών, υπήρχαν ακόμα προοπτικές άλλων επιλογών. Το ’71 είχαν στερέψει όλα και οι αγώνες θα περνούσαν στο επόμενο στάδιό τους.

Υπήρχαν 9 τουλάχιστον συνδυασμοί που μπορούσαν θεωρητικά να κυνηγήσουν τη νίκη στο σιρκουί. Ήταν οι δύο 2002 για Γ. Μοσχού και Ν. Καπετανάκη, οι δύο GTAM για «Μαύρο» και Π. Φωτιάδη. Οι δύο 911 για «Asterix» και Γ. Ανέστη, η Α110 με τον «Σιρόκο», η Vette του Τζώνυ, το Escort του Π. Μαδεντζή και κοντά τους η GTA του Μ. Σαλιάρη, το Β2 του «Lancelot», τα δύο NSU των Ν. Ζουμπρούλη, Φ. Αντωνιάδη, η Α 110 του Αιμ. Κόντου, η HF του Νίκου «Μπένυ» Μπενβενίστε, η 2002 του Κ. Παπούδη. Πολλά αυτοκίνητα με μεγάλη δύναμη, λίγος χώρος, ένας αγώνας δύσκολος, ασφυκτικός, με πρακτική αδυναμία, λόγω των τειχών, να γίνει περισσότερο ασφαλής.

Ως το 55΄ ή τον 27ο γύρο όλα κυλούσαν καλά, εκτός από τη βουτιά του Κορφιού στο λιμάνι, η οποία από τη στιγμή που ο οδηγός ήταν μια χαρά, ήταν περισσότερο αστεία παρά οτιδήποτε άλλο.

Μετά την εγκατάλειψη του Γ. Μοσχού στο 14ο γύρο και το τετ α κε του «Asterix» στο 19ο, ο «Μαύρος» τίθεται επικεφαλής. Μπαίνοντας στον 28ο γύρο  πλησιάζει να ντουμπλάρει τον Παπούδη. Γρήγορο και στενό το κομμάτι κάνει την κίνηση, από την εσωτερική, μετά την πύλη της Αγίας Αικατερίνης. Τα δύο αυτοκίνητα ακουμπούν, το μπροστινό αριστερό τμήμα της 2002 και το πίσω δεξί της GTAM. Η Αμερικάνα αποσταθεροποιείται, αλλάζει άμεσα τροχιά και συγκρούεται με βία πάνω στα τείχη. Η γωνία πρόσκρουσης είναι της τάξης των 30 περίπου μοιρών με επιβαρυμένη την πλευρά του οδηγού. Η ταχύτητα πρόσκρουσης υπολογίστηκε σε περίπου 130 χλμ./ω. Η μορφή που συμβάντος δεν θ’ άφηνε κανένα περιθώριο, πλην όμως οι ζώνες και η αγωνιστική δομή της GTA έχουν κάνει τη δουλειά τους και ο Γιάννης ανασύρεται ζωντανός. Είναι βέβαια αναίσθητος, φέρει κατάγματα στα άκρα, κρανιοεγκεφαλικές και θωρακικές κακώσεις, αλλά αναπνέει. Το ασθενοφόρο, τον μεταφέρει στο νοσοκομείο Ρόδου. Ο αγώνας συνεχίζεται κάτω από αλλοπρόσαλλες συνθήκες. Ο Μάκης Σαλιάρης, συντετριμμένος από αυτό που αντικρίζει, παρατάει την GTA κι απομακρύνεται. Ο Περικλής Φωτιάδης θυμάται ότι μετά απ’ ό,τι είδε, βούτηξε στη θάλασσα. Ο Τζώνυς κατηγορήθηκε ότι έσπρωξε άλλα αυτοκίνητα για να περάσει ανάμεσα, ενώ αναφορές των κριτών τον ήθελαν να μην πειθαρχεί στα σήματά τους, και ο Παπούδης, που έζησε όλο το γεγονός, βρισκόταν εκεί εξηγώντας στους παριστάμενους. Μετά τη διακομιδή του Γιάννη ο αγώνας συνεχίστηκε μέσα σε βαρύ κλίμα. Νικητής ήταν ο Π. Φωτιάδης, που γύριζε άδετος, βρεγμένος από τη βουτιά, χωρίς γάντια. Ο Αιμ. Κόντος θα γράψει το όνομά του στη λίστα των τραυματιών. Έτσι μετά τους αναβάτες Ηλιόπουλο, Πεσκέση, ο Αιμίλιος θα πήγαινε στο νοσοκομείο με κατάγματα στη λεκάνη συνεπεία της επαφής του με δέντρο κατά τη διάρκεια του σιρκουί. 

Σε ό,τι αφορά το τι συνέβη αμέσως μετά, ο Περικλής Φωτιάδης, ο άνθρωπος που από τους παριστάμενους βίωσε πιο επώδυνα τα συμβάντα, θυμάται (να ληφθεί υπόψη ότι πέραν της πολύ στενής φιλίας που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους, ο Γιάννης είχε παντρέψει τον Περικλή και η μητέρα του Γιάννη, η Μαργαρίτα Μεϊμαρίδη, βάφτισε τη θυγατέρα του Περικλή, την Αναστάζια, την οποία θα βάφτιζε ο Γιάννης αν δεν...):

«Με την έξοδο του Γιάννη, ο αγώνας σταματά. Φθάνω κι εγώ κοντά στο σημείο του δυστυχήματος, έχουν βγάλει ήδη τον Γιάννη από το αυτοκίνητο. Αυτό που αντικρίζω δεν το αντέχω. Από την απόγνωση βουτάω στη θάλασσα. Όταν βγαίνω έξω, περπατάω, τα έχω χαμένα. Με πλησιάζει ο Τζώνυς, ψυχρός, και μου λέει: “Μπες να συνεχίσεις, να κερδίσεις τον αγώνα”. Δεν ξέρω πώς βρέθηκα στο αυτοκίνητο, μούσκεμα από τη θάλασσα, χωρίς να δεθώ, χωρίς γάντια, με το κράνος λυτό. Γύριζα γρήγορα και από τα  πιτς όπου βρισκόταν και η Αngela, η σύζυγός μου τότε, έγκυος στην Αναστάζια, τόσο ο Κώστας ο Δουλάμης όσο και ο Ηλίας ο Μαρακάκης διαρκώς μου σήκωναν πινακίδες με την ένδειξη “slow”, αλλά δεν καταλάβαινα. Μόλις τελείωσε ο αγώνας πάω στο νοσοκομείο, όπου αντικρίζω το Γιάννη. Είχε εξωτερικά τραύματα και κατάγματα στα πόδια, χωρίς να ξέρουμε τι γινόταν στο θώρακα και στο κεφάλι. Φεύγω και πάω στον αντιπρόσωπό μας στη Ρόδο, στον Αλέξη τον Αρνά. Παίρνω το κρις κραφτ του και πάω στο αεροπλανοφόρο του 6ου στόλου που βρισκόταν έξω από το λιμάνι. Ανεβαίνω πάνω και μιλάω μ’ έναν υπεύθυνο, ύπαρχος ήταν, δεν θυμάμαι. Του εξηγώ τι έχει συμβεί και του ζητώ τη βοήθειά του. Ήταν πολύ συνεργάσιμοι και μου πρότειναν να σηκώσουν ελικόπτερο προκειμένου να φέρουν τον Γιάννη πάνω στο αεροπλανοφόρο για περίθαλψη με τα τελειότερα μηχανήματα της εποχής που διέθεταν.  Επιστρέφω πίσω και επικοινωνώ με τη Μαργαρίτα, τη μητέρα του Γιάννη. Της εξηγώ ότι ο Γιάννης έχει σπάσει το πόδι του και το χέρι του, της αναφέρω τη σκέψη μου να τον μεταφέρω στο αεροπλανοφόρο και μου απαντά: “Παιδί μου, κάνε ό,τι θέλεις”. Τότε έρχονται οι δεύτερες σκέψεις, οι πιο ψύχραιμες, από την Angela, έναν ιατρό του νοσοκομείου και το δικηγόρο μου. Για να μετακινηθεί ο Γιάννης, έπρεπε να υπογράψω. Αν κατά τη διακομιδή κατέληγε, ποια θα ήταν η θέση μου; Ήταν πολύ βαρύ το φορτίο. Δεν το αποφάσισα. Τελικά μεταφέρθηκε με την Ολυμπιακή στην Αθήνα, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο αφού ξηλώθηκαν τα καθίσματα, και το βράδυ της Δευτέρας απεβίωσε. Η αιτία θανάτου, απ’ ό,τι έμαθα από τη Μαργαρίτα και το θείο του, καθηγητή Καραγιώργη, ήταν εμβολή. Φοβάμαι ότι ο Γιάννης είχε πάθει ζημιά από την αδράνεια της σύγκρουσης.

Μου κόστισε πολύ. Από τότε ζω με τις εικόνες από το συμβάν σχεδόν κάθε μέρα. Όταν γύρισα από το νησί κλείσαμε τη Μότορ Ελλάς για δύο μέρες σε ένδειξη πένθους. Πήγα και αυτόφωρο γι’ αυτό, αφού ένας αγενής πελάτης έκανε έξω φρενών τον υπεύθυνο συνεργείου της Skoda και δημιουργήθηκε επεισόδιο.

Νομίζω ότι μια από τις αιτίες που συνέβη ό,τι συνέβη στον Γιάννη στη Ρόδο ήταν η στάση του τύπου απέναντί του. Τον πείραζε η στάση αυτή, ήταν ενοχλητική, καμία φορά ειρωνική, αφού ο τύπος τον χτυπούσε ότι δεν οδηγούσε καλά, ότι όλο “το αυτοκίνητο έφταιγε” κ.λπ. Το είχαμε συζητήσει το θέμα πολλές, πάρα πολλές φορές. Τρώγαμε μαζί τις Κυριακές τα μεσημέρια και το είχαμε θίξει. Ήταν ένας χαρακτήρας που έδειχνε αυστηρός, απόλυτος, συχνά σκληρός, αλλά στο βάθος ήταν τρυφερός, ίσως και ευάλωτος. Kάθε χαρακτήρας μπορεί ν’ αντέξει πολλά, αλλά να έρθει κάτι μικρό, κάτι αμελητέο και να τον κάμψει. Κατέβηκε στο νησί με τον εγωισμό του τρόπον τινά θιγμένο. Δεν το είπε ποτέ, δεν το ομολόγησε, αλλά το ένιωθα. Ήθελε όσο ποτέ να κερδίσει».

 

Για τη στιγμή του ατυχήματος, θυμάται αρκετά κι ένας άλλος πρωταγωνιστής εκείνης της ημέρας, ο Άρης «Αsterix» Λουμίδης:

 

«Όταν έπεσε η σημαία, ο Γιώργος με την B.M.W. εξαφανίστηκε. Μετά από αρκετούς γύρους μου σηκώνουν πινακίδα από τα pits “1ος”. Είχε μείνει ο Γιώργος και είχα βρεθεί στην κορφή, χωρίς όμως να έχω την εμπειρία να διαχειριστώ εκείνη την προπορεία. Έτσι δεν μείωσα το ρυθμό μου, δεν πρόσεξα τις διαφορές που ήταν ήδη 16 - 17΄΄και έβαιναν αυξανόμενες. Φτάνοντας στο δέντρο όπου ήταν κριτής ο Γιαννικώστας, μου κάνει νόημα να σβήσω τα φώτα μου, διότι είχαν γίνει τότε φασαρίες με τα αυτοκίνητα που είχαν αναμμένα φώτα κατά τη διάρκεια των σιρκουί. Καλοπροαίρετα λοιπόν ο Παύλος μου κάνει νόημα να τα σβήσω, αλλά το ξεχνώ. Την επόμενη φορά που φτάνω εκεί το θυμάμαι, κατεβάζω ταχύτητα, φρενάρω, στρίβω, σβήνω ταυτόχρονα και τα φώτα και το χάνω. Κάνω δυο τρία τετ α κε κι ευτυχώς σκάω πάνω σε αχυρόμπαλες. Κατεβαίνω κάτω, ελέγχω το αυτοκίνητο. Περνούν τόσο ο Λάκης (Φωτιάδης) όσο και ο Γιάννης με τις GTAM. Μέχρι να ξαναμπώ μέσα, να βάλω μπροστά να φύγω, ίσως να έχασα και μισό γύρο. Τότε, ξαναξεκινώντας, οδήγησα με θυμό, σχεδόν χωρίς συναίσθηση του τι έκανα. Έβγαινε μόνο του από μέσα μου. Δεν σκεφτόμουνα, δεν το όριζα. Ήταν τρομερό. Σύντομα έπιασα το Λάκη, αλλά δυσκολεύτηκα να τον περάσω. Ο Γιάννης ήταν μπροστά μου λιγότερο από 70 μέτρα, μια διαφορά που μίκραινε πολύ γρήγορα. Περάσαμε από τα Pits, περάσαμε από τα τελωνεία, και τότε έγινε το κακό. Προσπάθησε ο Γιάννης να περάσει τον Παπούδη ώστε να επιβραδυνθεί ο δικός μου ρυθμός. Μια πάγια τακτική που όλοι χρησιμοποιούν σε όλους τους αγώνες ταχύτητας. Έτσι βούτηξε από την  εσωτερική, αλλά ο Παπούδης που είχε πάρει τη γραμμή του τον ακούμπησε. Δεν είδα αν άνοιξε η πόρτα του Παπούδη, όπως είπαν. Μπορεί να έγινε, εγώ δεν το είδα. Μόλις ακούμπησαν τα δύο αυτοκίνητα, η GTAM άλλαξε τροχιά και κατευθυνόμενη προς τα τείχη με μια ταχύτητα της τάξης των 140 χλμ./ω σηκώθηκε στον αέρα και έσκασε στα τείχη περίπου ενάμισι μέτρο πάνω από την επιφάνεια του δρόμου. Σταμάτησε ο Παπούδης, σταμάτησα κι εγώ.

Κατέβηκα, έφτασα στο αυτοκίνητό του. Η πόρτα είχε ανοίξει κι έπαιζε. Τον έλυσα, τον έβγαλα έξω, του έβγαλα το κράνος τον ξάπλωσα κάτω. Ο αριστερός μηρός  είχε ένα μεγάλο εξωτερικό βαθύ τραύμα και πιθανότατα έφερε και κάταγμα. Την αμέσως επόμενη στιγμή ήρθε ο Λάκης. Βλέποντας τον τραυματία, σοκάρεται, βγάζει κάτι άναρθρες κραυγές, αρχίζει να τρέχει και βουτάει στη θάλασσα. 

Το επόμενο που θυμάμαι, καθώς αρχίζει να μαζεύεται κόσμος και περιμένουμε να έρθει το ασθενοφόρο, αρχίζει να κουνιέται η κατεστραμμένη GTAM. Kαθώς λοιπόν είναι η πόρτα ανοιχτή κι εγώ σκυμμένος πάνω από τον τραυματία, νιώθω μια Corvette να σπρώχνει ό,τι υπάρχει μπροστά της και να περνάει σχεδόν πάνω από το αναίσθητο κορμί του Γιάννη. Ήταν ο Τζώνυς.

Εκείνη την ώρα χάνω κι εγώ τη λογική μου, μπαίνω στην Porsche αποφασισμένος κι εγώ δεν ξέρω γιατί. Φαίνεται πως κάποιος με λυπήθηκε, γιατί στη δεύτερη, τρίτη στροφή κάνω δυο τετ α κε αφού είχε σκάσει ένα από τα πίσω λάστιχα κι επιστρέφω σιγά-σιγά στα πιτς. Ευτυχώς εκεί με έβγαλαν μέσα από το αυτοκίνητο, ώσπου συνήλθα. Όλα πήγαν ανάποδα σ’ εκείνη τη Ρόδο. Οι δύο μοτοσυκλετιστές που χτύπησαν, η εξοντωτική προσπάθεια του Γκουντούφα να ξεκινήσει, το ατύχημα του Κόντου, η βουτιά του Κορφιού στο λιμάνι και ό,τι συνέβη στον Γιάννη. Ήταν σοκ».

Αυτά για τις πρώτες απώλειες, το “πρώτο αίμα”, της μεταπολεμικής περιόδου των Ελληνικών αγώνων, αυτοκινήτου, που μπορεί να πιστεύουμε ότι όλα συνέβαιναν σε εποχές αθωότητας και σε μεγάλο βαθμό έτσι ήταν, αλλά αυτή η αθωότητα δεν τους προστάτεψε από το μοιραίο.